- δολιόφρων
- δολιόφρωνcrafty of mindmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δολιόφρων — ( ονος), ο, η (AM) δόλιος, δολερός … Dictionary of Greek
δολιόφρον — δολιόφρων crafty of mind masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιόφρονα — δολιόφρων crafty of mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολιόφρονι — δολιόφρων crafty of mind masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
льстец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч.πτερνιστής) запинатель; (греч. βάσκαυος) ненавистник,… … Словарь церковнославянского языка
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek